-
1 ἐνθρύπτω
A crumble into liquid, make sop,ἄρτος ἐν οἴνῳ ἐντεθρυμμένος Hp.Salubr.7
, cf. LXX, Thd.Bel.33;κεδρίδας ἐς ὄλπην Nic.Th.81
; βάρος οἴνης ib. 655: —[voice] Med.,ἕλικας νύμφαις Id.Al. 266
:—[voice] Pass., Lynceus ap.Ath.3.109e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθρύπτω
См. также в других словарях:
ενθρύπτω — ἐνθρύπτω και ποιητ. τ. ἐνιθρύπτω (Α) [θρύπτω] βουτώ και λειώνω κάτι σε υγρό, κάνω παπάρα («ἄρτος... ἐν οἴνῳ έντεθρυμμένος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek